- πολυπτερύγιοι
- οι, Νζωολ. τάξη σαρκοπτερύγιων οστεοϊχθύων τών γλυκών υδάτων που ζουν στην Αφρική.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γανοειδείς — Ομάδα ψαριών της παλιάς ταξινόμησης, η οποία σήμερα έχει διαχωριστεί και τα άτομά της κατανέμονται σε δύο υπερτάξεις: τους χονδρόστεους και τους ολόστεους. Οι γ. ήταν άλλοτε πολυάριθμοι, σήμερα όμως έχουν απομείνει μόλις λίγα γένη, τα οποία είναι … Dictionary of Greek